-
1 ἀποσείω
A shake off, Men.61, Thphr.CP1.20.3:—[voice] Pass., :—[voice] Med., shake off from oneself,πάντ' ἀποσεισάμενος Thgn.348
; of a horse, throw his rider, Hdt.9.22, X.Cyr. 7.1.37; τειχέων θριγκοὺς ἀ. throw them off, S.Fr. 506: metaph., ἀποσείεσθαι λύπας, γῆρας, Ar.Ra. 346, Lys. 670; ;ἑταίρους Luc.DMeretr.13.2
;ὕπνον Id.Tim.6
:—[voice] Pass.,ὑπὸ τῶν ἐρωμένων Them.Or.24.302c
.2 [voice] Med., shake oneself, Arist.HA 560b8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποσείω
См. также в других словарях:
Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… … Dictionary of Greek